παθητικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
παθητικότητα παθητικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παθητικότητα
✦ η ιδιότητα και κατάσταση του παθητικού, του υφιστάμενου αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα των ενεργειών κάποιου άλλου: η παθητικότητα του πλήθους το οποίο αποχαυνωμένο, δέχεται αδιαμαρτύρητα την υποβάθμιση του πολιτισμικού του περιβάλλοντος (Ν. Βαγενάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ενεργητικότητα
Επιρρήματα
–