πίτα


πίτα
Προφορά

Ετυμολογία
πίτα μεσαιωνική ελληνική πίτα, └ιταλ┘pitta

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πίτα

✦ είδος άζυμου ψωμιού, λαγάνα
✦ φαγητό ή γλύκισμα από φύλλα ζύμης, λίπος και άλλα υλικά
(μτφ. ) μάζα πιεσμένη: φρ. έγιναν πίτα (καταπλακώθηκαν)
✦ φρ. είμαι ή γίνομαι πίτα, είμαι μεθυσμένος ή υπό την επήρεια ναρκωτικών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.