πίσω
Προφορά
Ετυμολογία
πίσω μεσαιωνική ελληνική πίσω
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ πίσω
✦ (Κ οπίσω) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται: κοίταξε προς τα πίσω
✦ στο αντίθετο μέρος της όψης ή της θεατής πλευράς αντικειμένου: το χωριό βρίσκεται πίσω από το βουνό
✦ προς το αρχικό σημείο εκκινήσεως: ας γυρίσουμε πίσω
✦ σε σειρά ακολουθίας, κατόπι: αυτοί που έρχονται πίσω μας – χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω (δημ. τραγ.)
✦ (μτφ. ) σε καθυστέρηση, σε κατάσταση στασιμότητας: έχει μείνει πίσω στα μαθηματικά
✦ σε προγενέστερο ή μεταγενέστερο χρόνο, πριν ή μετά: άρχισε ν’ ανιστορεί όσα του συνέβηκαν είκοσι χρόνια πίσω
✦ στην ίδια, την προηγούμενη κατάσταση: ύστερα από μια περίοδο ελπίδων, πίσω πάλι
✦ (με άρθρο) οπίσθιος, ή κατοπινός
✦ προγενέστερος ή μεταγενέστερος
✦ τα πίσω, τα νώτα
✦ φρ. πίσω απ’ τις πλάτες μας, κοντά μας, αλλά χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εμπρός
Επιρρήματα
–