πίστη


πίστη
Προφορά

Ετυμολογία
πίστη αρχαία ελληνική πίστις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πίστη

✦ παραδοχή
✦ πεποίθηση, εμπιστοσύνη
✦ εμμονή σε αρχές ή δόγματα
✦ αφοσίωση
✦ η θρησκεία στην οποία πιστεύει κανείς
✦ εμπορική εμπιστοσύνη, το αξιόχρεο, αξιοπιστία
✦ συζυγική πίστη, η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων να μην πέσουν στο παράπτωμα της μοιχείας
✦ καλή πίστη, ειλικρίνεια
✦ κακή πίστη, δολιότητα, κακοπιστία
✦ φρ. μου ‘βγαλε την πίστη, με ταλαιπώρησε, με καταβασάνισε – μου βγήκε η πίστη, καταταλαιπωρήθηκα, τράβηξα τα πάνδεινα: μου βγήκε η πίστη σ’ αυτή τη δουλειά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.