πίνω
Προφορά
Ετυμολογία
πίνω αρχαία ελληνική πίνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πίνω
✦ εισάγω από το στόμα υγρό στο στομάχι
✦ απορροφώ
✦ ρέπω στην οινοποσία, είμαι αλκοολικός
✦ φρ. ήπιε πολλά φαρμάκια, υπέφερε από συμφορές, πέρασε πολλά βάσανα
✦ μτχ. παθ. πρκ. πιωμένος, -η, -ο ως επίθ., μεθυσμένος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–