πίνακας


πίνακας
Προφορά

Ετυμολογία
πίνακας αρχαία ελληνική πίναξ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο πίνακας

✦ τετράγωνος άβακας
✦ (ειδ.) τετράγωνο ή ορθογώνιο κατασκεύασμα από σανίδες συναρμοσμένες και βαμμένες με μαύρο χρώμα, όπου γράφουν με κιμωλία, ο μαυροπίνακας του σχολείου
✦ έργο ζωγραφικής
✦ η με ορισμένη τάξη αναγραφή οποιωνδήποτε πραγμάτων, κατάλογος
✦ ξύλινη πλάκα για επικόλληση ανακοινώσεων
✦ (ηλεκτρολ.) σύνολο οργάνων χειρισμού, μετρήσεως, ρυθμίσεως και ασφαλείας μηχανής, ομάδας μηχανών ή πλήρους εγκαταστάσεως, ταμπλό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.