πέτρα


πέτρα
Προφορά

Ετυμολογία
πέτρα αρχαία ελληνική πέτρα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πέτρα

✦ κομμάτι πετρώματος ή ορυκτού, λίθος
✦ (ειδ.) ο πολύτιμος λίθος, το πετράδι
✦ σύνολο οικοδομήσιμων λίθων
✦ λιθώδες σύγκριμα σχηματιζόμενο στον οργανισμό
✦ (ναυτ.) βράχος ή βραχονήσι
(μτφ. ) καθετί σκληρό
✦ πέτρα της κολάσεως, ο νιτρικός άργυρος
✦ φρ. πέτρα του σκανδάλου, αιτία που προκαλεί σκάνδαλο ή φιλονικία – κάνω πέτρα την καρδιά μου, αντιμετωπίζω με υπομονή και καρτερία οδυνηρή κατάσταση – ρίχνω μαύρη πέτρα πίσω μου, φεύγω οριστικά από μισητό τόπο – όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω, αναμιγνύεται σε πολλές υποθέσεις, έχει γνωριμίες παντού
✦ (παροιμ.) πέτρα που κυλά μαλλί δεν πιάνει, οι συχνές αλλαγές επαγγελμάτων και ασχολιών δεν οδηγούν σε προκοπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.