πέταλο
Προφορά
Ετυμολογία
πέταλο αρχαία ελληνική πέταλον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πέταλο
✦ σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα προσηλωμένο στο πέλμα των ιπποειδών
✦ φρ. μια στο καρφί και μια στο πέταλο, κατηγορίες και έπαινοι διαδοχικά
✦ καθετί που έχει σχήμα παρόμοιο με το πέταλο της οπλής των ζώων
✦ καθένα από τα φυλλάρια που αποτελούν τη στεφάνη του άνθους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–