πέρασμα
Προφορά
Ετυμολογία
πέρασμα περνώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πέρασμα
✦ η διάβαση, το σημείο απ’ όπου γίνεται η διάβαση: έφευγε από το ίδιο πέρασμα που βρήκε αφύλαχτο (Ρέα Γαλανάκη)
✦ διαπεραίωση, διαβίβαση
✦ παρέλευση: με το πέρασμα των χρόνων, η υπόθεση ξεχάστηκε
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–