πέρα


πέρα
Προφορά

Ετυμολογία
πέρα αρχαία ελληνική πέρα(ν)

Ερμηνεία
επίρρημα πέρα

✦ (Κ πέραν) από ορισμένο σημείο, τοπικό ή χρονικό, και πιο εκεί, περαιτέρω
✦ στο απέναντι μέρος, αντίκρυ
(μτφ. ) περισσότερο
✦ φρ. πέρα δώθε, εδώ κι εκεί – πέρα για πέρα, εντελώς – τα βγάζω πέρα, κατορθώνω να αντεπεξέλθω – δεν τα βγάζω πέρα, δεν έχω τους αναγκαίους πόρους για να ζήσω – πέρα βρέχει, αδιαφορώ, δε δίνω σημασία

Συνώνυμα
αντίπερα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.