πένθος
Προφορά
Ετυμολογία
πένθος αρχαία ελληνική πένθος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πένθος
✦ ψυχική οδύνη, μεγάλη θλίψη για δυστυχία ή συμφορά, κυρίως για θάνατο αγαπημένου προσώπου
✦ το διάστημα που πενθηφορεί κανείς
✦ μαύρη ταινία σε ένδυμα, που δηλώνει τον θάνατο συγγενικού προσώπου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–