πάτωμα
Προφορά
Ετυμολογία
πάτωμα μεσαιωνική ελληνική πάτωμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πάτωμα
✦ η κατασκευή πατώματος
✦ το άγγιγμα με τα πόδια του βυθού θαλάσσης, ποταμού κτλ.
✦ δάπεδο κατασκευασμένο ιδ. με σανίδια
✦ κάθε όροφος οικοδομήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–