πάρτι


πάρτι
Προφορά

Ετυμολογία
πάρτι └αγγλ┘party

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το πάρτι

✦ κοινωνική συγκέντρωση, κυρίως στο σπίτι κάποιου, στην οποία προσκαλούνται φίλοι και γνωστοί για να διασκεδάσουν ή να γιορτάσουν επέτειο, γεγονός κτλ.: πάρτι γενεθλίων – θα διοργανώσουν πάρτι για την επέτειο των γάμων τους και θα καλέσουν όλους τους φίλους και συναδέλφους τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.