πάροδος
Προφορά
Ετυμολογία
πάροδος αρχαία ελληνική πάροδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πάροδος
✦ στενός ή δευτερεύων δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο
✦ η αφηρημένη έννοια του παρέρχομαι, παρέλευση, πέρασμα
✦ καθεμιά από τις πλάγιες εισόδους του αρχαίου θεάτρου
✦ (συνεκδ.) η πρώτη είσοδος του χορού στην ορχήστρα καθώς και το πρώτο άσμα του αρχαίου δράματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–