πάνα


πάνα
Προφορά

Ετυμολογία
πάνα μεγεθυντ. του └ουσ┘ πανί

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πάνα

✦ μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος για την περιτύλιξη βρέφους, σπάργανο
✦ κομμάτι χοντρού υφάσματος για το καθάρισμα φούρνου
✦ ο ιστός της αράχνης
✦ η μούχλα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τροφίμων
✦ η αρρώστια των ματιών καταρράχτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.