ούτε
Προφορά
Ετυμολογία
ούτε αρχαία ελληνική ο/õ τε
Ερμηνεία
ούτε
✦ σύνδ. συνδέει αρνητικές προτάσεις, συνήθως επαναλαμβανόμενος: ούτε μπορεί ούτε και θέλει – δεν ησυχάζει ούτε μέρα ούτε νύχτα
✦ (ως μόριο αρνητικό, επιτατικό) ουδέ καν: ούτε υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα – ούτε που το σκέφτηκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–