ουσιαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ουσιαστικός ουσία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ουσιαστικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στην ουσία, που έχει ουσία ή βαθύτερη σημασία
✦ το ουδ. ουσιαστικό(ν) ως ουσ., (γραμμ.) λέξη που δηλώνει πρόσωπο, ζώο, πράγμα ή αφηρημένη έννοια
Συνώνυμα
ουσιώδης
Αντίθετα
επουσιώδης
Επιρρήματα
ουσιαστικά (Κ ουσιαστικώς)