ουρά


ουρά
Προφορά

Ετυμολογία
ουρά αρχαία ελληνική οὐρά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ουρά

✦ το πίσω άκρο του κορμού των σπονδυλωτών ζώων, συνήθως επίμηκες και ευκίνητο
(μτφ. ) καθετί παρόμοιο σε σχήμα ή που αποτελεί το πίσω άκρο ενός πράγματος
✦ το τελευταίο πρόσωπο ή πράγμα σε μία σειρά
(μτφ. ) σειρά ανθρώπων που στέκονται με τάξη και περιμένουν για κάτι
✦ φρ. ψέμα με ουρά, τερατώδες ψέμα – λεφτά με ουρά, άφθονα χρήματα – χώνει παντού την ουρά του, ανακατώνεται παντού και ιδ. σε ξένες υποθέσεις – κουνάει την ουρά της, προκαλεί ερωτικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.