ορόσημο


ορόσημο
Προφορά

Ετυμολογία
ορόσημο όρος + σήμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ορόσημο

✦ σημάδι που δείχνει το όριο έκτασης στην ξηρά ή στη θάλασσα
(μτφ. ) για γεγονός, που θεωρείται αφετηρία νέας περιόδου εξελίξεων ή προσπαθειών: η επανάσταση του ’21 αποτελεί ορόσημο για τον ελληνισμό – ορόσημο στην ιστορία της τέχνης

Συνώνυμα
οροθέσιο, σύνορο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.