οργασμός
Προφορά
Ετυμολογία
οργασμός μεταγενέστερη ελληνική ὀργασμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο οργασμός
✦ η κορύφωση της γενετήσιας διέγερσης ανθρώπου ή ζώου
✦ (μτφ. ) έντονη δραστηριότητα: οικοδομικός οργασμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–