ορατότητα


ορατότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ορατότητα ορατός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ορατότητα

✦ η ιδιότητα του ορατού
✦ ο βαθμός διαφάνειας της ατμόσφαιρας
✦ η μέγιστη απόσταση στην οποία μπορεί κάποιος να διακρίνει αντικείμενα κατά την ημέρα ή με τεχνητό φωτισμό τη νύχτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.