ορίζοντας


ορίζοντας
Προφορά

Ετυμολογία
ορίζοντας αρχαία ελληνική μτχ. ὁρίζων (ενν. κύκλος) του ρήματος ὁρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ορίζοντας

✦ η νοητή κυκλική γραμμή όπου ο ουρανός φαίνεται σαν να αγγίζει τη γη
(μτφ. ) ανοιχτό, ελεύθερο πεδίο για δράση
(μτφ. ) έκταση αντιλήψεως, γνώσεων, προοπτικών
(μτφ. ) κατάσταση, κύκλος πραγμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.