ομπρέλα


ομπρέλα
Προφορά

Ετυμολογία
ομπρέλα └ιταλ┘ombrella

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομπρέλα

✦ ελαφρό φορητό κατασκεύασμα για ατομική προφύλαξη από τη βροχή ή από τον ήλιο
✦ φορητή ή στερεωμένη σε βάση μεγάλη ομπρέλα για προστασία από τον ήλιο
(μτφ. ) κάθε μέσο προστασίας, προστατευτική δύναμη
✦ πυρηνική ομπρέλα, βλ. πυρηνικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.