ομιλητικός


ομιλητικός
Προφορά

Ετυμολογία
ομιλητικός αρχαία ελληνική ὁμιλητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομιλητικός -ή, -ό

✦ αυτός που εξωτερικεύει με την ομιλία τις σκέψεις ή τα συναισθήματά του
✦ που τον ευχαριστούν οι συναναστροφές και οι συζητήσεις, ευπροσήγορος, προσηνής
✦ θηλ. η ομιλητική ως ουσ., η τέχνη του ομιλητή
✦ η διδασκαλία της εκκλησιαστικής ρητορικής

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμίλητος, λιγομίλητος, σκουντούφλης
Επιρρήματα
ομιλητικά (Κ ομιλητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.