ολοκληρωμένος


ολοκληρωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ολοκληρωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ολοκληρώνω

Ερμηνεία
ολοκληρωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. πλήρης, τελειωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.