ολισθαίνω
Προφορά
Ετυμολογία
ολισθαίνω αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω – ὀλισθάνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ολισθαίνω
✦ παραπατώ, γλιστρώ (σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια)
✦ κυλώ προς τα κάτω
✦ (μτφ. ) πέφτω σε παράπτωμα, σε σφάλμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–