οικονομικά


οικονομικά
Προφορά

Ετυμολογία
οικονομικά └ουδ┘ πληθ. του επιθέτου οικονομικός

Ερμηνεία
οικονομικά

✦ ουσ. η κατάσταση της οικονομίας, η σχέση εσόδων εξόδων ατόμου, ομάδας, κράτους κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.