οικογένεια
Προφορά
Ετυμολογία
οικογένεια μεταγενέστερη ελληνική οἰκογένεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οικογένεια
✦ ομάδα ανθρώπων που συνδέονται με δεσμούς αίματος και συνήθως κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη
✦ πατριά, γένος, σόι
✦ (συνεκδ.) σπίτι καλής κοινωνικής τάξης, τίμιο και ευυπόληπτο: παιδί από οικογένεια
✦ ομάδα ζώων, φυτών ή ορυκτών που έχουν κοινά γνωρίσματα
✦ (γεν.) ομάδα συγγενών εννοιών ή πραγμάτων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–