οικιστικός
Προφορά
Ετυμολογία
οικιστικός οικιστής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ οικιστικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την κατασκευή οικισμών, κατοικιών: η οικιστική πολιτική της κυβερνήσεως
✦ ο αποτελούμενος από κατοικίες: οικιστικό σύνολο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–