ξύλο


ξύλο
Προφορά

Ετυμολογία
ξύλο αρχαία ελληνική ξύλον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξύλο

✦ η ινώδης και σκληρή ουσία που βρίσκεται κάτω από τη φλούδα των δέντρων
✦ κομμάτι από κορμό ή κλαδί δέντρου, ιδ. ξερό
✦ καυσόξυλο
(μτφ. ) δαρμός, ξυλοκόπημα
✦ φρ. ξύλο απελέκητο, άνθρωπος αμόρφωτος
✦ φρ. δίνω ξύλο, δέρνω – τρώγω ξύλο, με δέρνουν – τίμιο ξύλο, μικρό κομμάτι ξύλου από το σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός, που θεωρείται φυλακτό – έχει τίμιο ξύλο επάνω του, θεωρείται άτρωτος ή πολύ τυχερός – επί ξύλου κρεμάμενος, για πρόσ. που δεν έχει υλική ή ηθική υποστήριξη – το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο, η τιμωρία των άτακτων παιδιών φέρνει άριστα αποτελέσματα

Συνώνυμα
κούτσουρο
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.