ξυπόλυτος


ξυπόλυτος
Προφορά

Ετυμολογία
ξυπόλυτος μεσαιωνική ελληνική ἐ-ξυπόλυτος

Ερμηνεία
ξυπόλυτος

✦ κ. ξυπόλητος, -η, -ο επίθ. ανυπόδητος, που δε φορεί παπούτσια
✦ πάμφτωχος, αλήτης

Συνώνυμα

Αντίθετα
υποδεμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.