ξυπνώ


ξυπνώ
Προφορά

Ετυμολογία
ξυπνώ μεταγενέστερη ελληνική ἐξυπνῶ

Ερμηνεία
ρήμα ξυπνώ -άς, -ά

✦ αφυπνίζω, σηκώνω από τον ύπνο: τον ξύπνησαν οι σειρήνες – ποιος είσ’ εσύ που με ξυπνάς πρωί; (Κ. Παλαμάς)
✦ αφυπνίζομαι· (κ. μτφ.) βγαίνω από λήθαργο, από λανθάνουσα κατάσταση: ένιωσα… μιαν άσωτη παλικαριά να μου ξυπνάει στα στήθη (Άγγ. Σικελιανός) ξύπνησε το μητρικό φίλτρο – το σεξουαλικό ένστικτο

Συνώνυμα

Αντίθετα
κοιμούμαι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.