ξοδεύω


ξοδεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ξοδεύω μεταγενέστερη ελληνική ἐξοδεύω

Ερμηνεία
ρήμα ξοδεύω

✦ δαπανώ: ξόδεψε ένα σωρό λεφτά
✦ (μέσ.) ξοδεύομαι, αναλώνω χρήματα, δυνάμεις κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.