ξεχωρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεχωρίζω ἐξεχώρισα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκχωρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεχωρίζω
✦ χωρίζω κάτι από άλλα, βάζω χωριστά
✦ διακρίνω
✦ διαλέγω, προτιμώ
✦ (αμτβ.) διαφέρω, διακρίνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–