ξεφορτώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεφορτώνω ἐξεφόρτωσα, αόρ. του μεσαιωνική ελληνική ἐκφορτῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεφορτώνω
✦ αφαιρώ το φορτίο, εκφορτώνω
✦ (αμτβ.) απαλλάσσομαι από το φορτίο μου
✦ ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από βάρη, ενοχλήσεις, φορτικά πρόσωπα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–