ξεφεύγω


ξεφεύγω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεφεύγω ἐξέφυγον, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκφεύγω

Ερμηνεία
ρήμα ξεφεύγω

✦ αποφεύγω κάτι, γλιτώνω από κάτι: ξέφυγε από τον κίνδυνο
✦ διαφεύγω από κάποιον, ξεγλιστρώ: κατόρθωσε να ξεφύγει από τους διώκτες του
✦ δεν επισημαίνομαι: ξέφυγαν λάθη στο κείμενο
(μτφ. ) αλλάζω επιτήδεια το θέμα της συζήτησης
✦ φρ. μου ξεφεύγει, λέγω κάτι χωρίς να το θέλω: μου ξέφυγε μια κουβέντα και υποψιάστηκε τα υπόλοιπα· ξεχνώ κάτι: μου ξεφεύγει το όνομά του αυτή τη στιγμή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.