ξεπερνώ


ξεπερνώ
Προφορά

Ετυμολογία
ξεπερνώ ἐξεπέρασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκπερῶ

Ερμηνεία
ρήμα ξεπερνώ -άς, -ά

✦ περνώ πέρα ή πάνω: ξεπέρασε τα όρια
✦ αναδείχνομαι υπέρμετρος, ανώτερος: ξεπέρασε όλους τους συναθλητές του
✦ υπερνικώ, εξουδετερώνω: πρέπει να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα – ελπίζεται ότι η οικονομία μας θα ξεπεράσει την κρίση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.