ξεκολλώ


ξεκολλώ
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκολλώ ξε- + κολλώ

Ερμηνεία
ρήμα ξεκολλώ -άς, -ά

✦ αποσπώ κάτι κολλημένο, αποκολλώ
(μτφ. ) απομακρύνομαι ή απομακρύνω: έμπλεξε με κάτι ύποπτες παρέες και δεν εννοεί να ξεκολλήσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.