ξαρμάτωτος


ξαρμάτωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ξαρμάτωτος ξαρματώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξαρμάτωτος -η, -ο

✦ ο χωρίς άρματα, άοπλος
✦ ο χωρίς αρματωσιά
(μτφ. ) ανυπεράσπιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αρματωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.