ξανοικτός


ξανοικτός
Προφορά

Ετυμολογία
ξανοικτός μεσαιωνική ελληνική ἐξανοικτός

Ερμηνεία
ξανοικτός

✦ κ. ξανοικτός, -ή, -ό επίθ. (για τόπο) που είναι ανοιχτός από όλες τις μεριές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.