ξανοίγω
Προφορά
Ετυμολογία
ξανοίγω αρχαία ελληνική ἐξανοίγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξανοίγω
✦ ανοίγω τελείως ή διάπλατα
✦ παρατηρώ, διακρίνω από απόσταση
✦ (αμτβ.) αιθριάζω, ξαστερώνω
✦ (μέσ.) ξανοίγομαι, εκμυστηρεύομαι: τους βασάνιζε… η αδυναμία τους να ξανοιχτούν ο ένας στον άλλον εκείνη τη στιγμή (Γ. Θεοτοκάς)
✦ επιχειρώ περισσότερα απ’ όσα επιτρέπουν οι οικονομικές μου δυνατότητες: ξανοίχτηκε ασυλλόγιστα και ήταν επόμενο να χρεοκοπήσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–