ξαναλέγω
Προφορά
Ετυμολογία
ξαναλέγω ξανά + λέγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξαναλέγω
✦ λέω για δεύτερη ή για πολλοστή φορά
✦ φρ. τα ξαναλέμε, συνεχίζουμε τη συζήτηση ή τη διαπραγμάτευση: θα τα ξαναπούμε σε ευθετότερο χρόνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–