ξανάβω
Προφορά
Ετυμολογία
ξανάβω ξε- + ανάβω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξανάβω
✦ ανάβω και πάλι
✦ ερεθίζω, φλογίζω: οι τσουκνίδες του ξανάβαν τα χέρια μας (Κ. Παλαμάς)
✦ (μτφ. ) διεγείρω, εξάπτω: οι πλούσιοι τον κατηγορούν, τάχα πως ξανάβει τους φτωχούς (Πετσάλης-Διομήδης)
✦ (αμτβ.) φουντώνω, κορώνω
✦ μτχ. ξαναμμένος, -η, -ο ως επίθ. βλ. λ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–