ξαλάφρωση


ξαλάφρωση
Προφορά

Ετυμολογία
ξαλάφρωση ξαλαφρώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξαλάφρωση

✦ ξαλάφρωμα (βλ. λ.) : αισθανόμουν μια ξαλάφρωση, το άδειασμα της ψυχής μου με είχε ωφελήσει (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.