ξαγορεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ξαγορεύω αρχαία ελληνική ἐξαγορεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξαγορεύω
✦ εξομολογώ: τον άνθρωπο που ξαγορεύεται στον άγιο δεν πρέπει να τον ακούει παρά η χάρη του (Π. Πρεβελάκης)
✦ συζητώ προσπαθώντας να μαντέψω τη γνώμη, τις προθέσεις του άλλου
✦ νουθετώ, συμβουλεύω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–