ξαγορά


ξαγορά
Προφορά

Ετυμολογία
ξαγορά εξαγοράζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξαγορά

✦ εξαγορά, τίμημα που καταβάλλεται για απαλλαγή από υποχρέωση ή για απελευθέρωση, λύτρα, αντάλλαγμα: για της ζωής την ξαγορά τι να δεχτώ μπορούσα (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.