ξένος


ξένος
Προφορά

Ετυμολογία
ξένος αρχαία ελληνική ξένος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξένος -η, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον: φορεί ξένο ρούχο
✦ (για πρόσ.) ο καταγόμενος ή προερχόμενος από άλλη χώρα
✦ ο μη οικείος
✦ ο απόδημος: τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάγει (δημ. τραγ.)
✦ άγνωστος
✦ φιλοξενούμενος
✦ ο άσχετος με κάτι: ο κατηγορούμενος αποδείχτηκε ξένος προς την υπόθεση
✦ (αρσ. κ. θηλ.) ξένος, -η, ως ουσ., αλλοδαπός
✦ θηλ. η ξένη κ. πληθ. ουδ. τα ξένα ως ουσ., η ξενιτιά

Συνώνυμα
αλλοεθνής, αλλοδαπός
Αντίθετα
δικός ,ιθαγενής, αυτόχθων, ντόπιος ,συγγενής, δικός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.