ξάμωμα
Προφορά
Ετυμολογία
ξάμωμα ξαμώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξάμωμα
✦ το να απλώνει κάποιος το χέρι του για να χτυπήσει
✦ ορμητική επίθεση
✦ υπολογισμός απόστασης με το μάτι
✦ το να αποβλέπει, να αποσκοπεί κάποιος σε κάτι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–