νώτα


νώτα
Προφορά

Ετυμολογία
νώτα αρχαία ελληνική νῶτα, πληθ. του └ουσ┘ νῶτον

Ερμηνεία
νώτα

✦ ουσ. η ραχιαία επιφάνεια του κορμού του ανθρώπου και των σπονδυλωτών ζώων, πλάτη
✦ (στρατ.) τα πίσω τμήματα, τα μετόπισθεν: επλήγησαν τα νώτα του εχθρού
✦ φρ. καλύπτω τα νώτα μου, λαμβάνω τις αναγκαίες προφυλάξεις για την αντιμετώπιση ενδεχόμενου κινδύνου – στρέφω τα νώτα, εγκαταλείπω τον αγώνα, τρέπομαι σε φυγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.