νύχι


νύχι
Προφορά

Ετυμολογία
νύχι μεσαιωνική ελληνική νύχιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το νύχι

✦ κεράτινο πέταλο που καλύπτει τα άκρα των δαχτύλων, ο όνυχας
✦ η οπλή των ιπποειδών
✦ φρ. με νύχια και με δόντια, με όλες τις δυνάμεις, με κάθε μέσον: προσπαθούν με νύχια και με δόντια να επιβιώσουν (Μ. Κουμανταρέας) – απ’ την κορφή ώς τα νύχια, από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, εξολοκλήρου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.